τρικήριο

τρικήριο
τρικήριο το
трикирий – трисвещник (подсвечник с тремя свечами). Трикирием и дикирием архиерей благословляет народ. В таинственном смысле трикирий знаменует троичность лиц в Боге, см. δικηροτρίκηρα
Этим.
< τρικήριον < τρι- + -κήριον «три + свеча»

Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко). 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τρικήριο" в других словарях:

  • τρικήριο — το / τρικήριον, ΝΜ, και τρίκηρο και τρικέρι Ν εκκλ. φορητό κηροπήγιο με υποδοχές για τρία κεριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. τρικήριον (< τρι * + κηρίον). Για την τροπή τού η σε ε , στον νεοελλ. τ. τρικέρι, πρβλ. σίδηρος: σίδερο (βλ. και λ. κερί)] …   Dictionary of Greek

  • τρίκηρο — το, Ν βλ. τρικήριο …   Dictionary of Greek

  • τρικέρι — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 280 μ.), στην πρώην επαρχία Βόλου, του νομού Μαγνησίας. Βρίσκεται B του ομώνυμου διαύλου. Είναι έδρα του ομώνυμου δήμου (27 τ. χλμ.), στον οποίο ανήκουν και άλλοι 9 μικρότεροι οικισμοί, η Αγία Κυριακή (υψόμ. 10 μ.), ο… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»